- καταφράκτης
- κατα-φράκτης, ου, ὁ,A coat of mail: a kind of bandage, so called from its like ness, Gal.18(1).816.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταφράκτης — καταφράκτης, ὁ (Α) [καταφράσσω] 1. ονομασία πανοπλίας που χρησιμοποιούσαν για τους ιππείς και για τα άλογα και που αποτελούνταν από ύφασμα ή δέρμα πάνω στο οποίο ήταν στερεωμένα χάλκινα ελάσματα διατεταγμένα σαν φολίδες 2. χειρουργικός επίδεσμος… … Dictionary of Greek
καταφράκτης — coat of mail masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφράκτην — καταφράκτης coat of mail masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφράκτας — καταφράκτᾱς , καταφράκτης coat of mail masc acc pl καταφράκτᾱς , καταφράκτης coat of mail masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CATAPHRACTA — apud Tertullian. de Pallio, c. 4. triumphalem cataphractam amolius: Graece καταφράκτης; lorica ferrea est φολιδωτὴ aut λεπιδωτὴ, ex ferreis squamis succusa, ut patet ex mox seqq. Pectus squamarum signaculis disculptum. Hinc Cataphractarii milites … Hofmann J. Lexicon universale
καταφράκτου — κατάφρακτος covered masc/fem/neut gen sg (attic) καταφράκτης coat of mail masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)